شاه
αραβικά
Ετυμολογία
- شاه < (άμεσο δάνειο) περσική شاه (šâh)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε το περσικό شاه
περσικά
Ετυμολογία
- شاه < (κληρονομημένο) μέση περσική < αρχαία περσική < πρωτοϊρανική < πρωτοϊνδοϊρανική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek- (παίρνω την εξουσία)
Απόγονοι
شاه (šâh) (περσικά)
- ↷ αραβικά: شاه (šāh)
- ↷ ιταλικά: scacco μέσω δημώδους λατινικής
- ↷ νέα ελληνικά: σκάκι (από τον πληθυντικό scacchi)
- ↷ παλαιά γαλλικά:
- ⇒ γαλλικά: échec
- ↷ μέση αγγλική: chek
- ↷ μέση αγγλική: chekke
- ↷ ιταλικά: scacco μέσω δημώδους λατινικής
- ↷ ιταλικά: scià
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: شاه (shâh)
- ↷ ρωσικά: шах (šax)
→ και δείτε τους πολλούς απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.