ζατρίκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζατρίκιο τα ζατρίκια
      γενική του ζατρικίου
& ζατρίκιου
των ζατρικίων
    αιτιατική το ζατρίκιο τα ζατρίκια
     κλητική ζατρίκιο ζατρίκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζατρίκιο < ελληνιστική κοινή ζατρίκιον < μέση περσική 𐭰𐭠𐭲‎𐭫𐭠𐭭𐭢‎ (cʾt‎lʾng / čatrang, σκάκι) < σανσκριτική चतुरङ्ग (caturaṅga, τέσσερα τμήματα ενός στρατού: βασιλιάς, ελέφαντες, άλογα, πεζικάριοι)

Ουσιαστικό

ζατρίκιο ουδέτερο

  • (λόγιο, παρωχημένο) το σκάκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.