σκακιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκακιστής οι σκακιστές
      γενική του σκακιστή των σκακιστών
    αιτιατική τον σκακιστή τους σκακιστές
     κλητική σκακιστή σκακιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκακιστές σε δρόμο του Μιλάνου

Ετυμολογία

σκακιστής < σκάκι + -ιστής

Ουσιαστικό

σκακιστής αρσενικό, σκακίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.