σθένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σθένος τα σθένη
      γενική του σθένους των σθενών
    αιτιατική το σθένος τα σθένη
     κλητική σθένος σθένη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σθένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σθένος [1]
για τη χημεία < απόδοση για την αγγλική valency
για τη γλωσσολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική valence

Ουσιαστικό

σθένος ουδέτερο

  1. η ψυχική δύναμη
     συνώνυμα: θάρρος, τόλμη, αντοχή
     αντώνυμα: ψυχική αδυναμία, ατολμία, μικροψυχία
  2. (χημεία) αριθμός που εκφράζει τη συμπεριφορά ενός χημικού στοιχείου, όταν αυτό σχηματίζει χημικές ενώσεις· ισούται με τον αριθμό ατόμων υδρογόνου με τα οποία μπορεί να ενωθεί ένα άτομο του εξεταζόμενου στοιχείου
    Το χημικό σθένος του οξυγόνου είναι 2, καθώς απαιτούνται 2 άτομα υδρογόνου και 1 άτομο οξυγόνου για να σχηματιστεί ένα μόριο νερού.
  3. (γλωσσολογία, γραμματική) ο αριθμός και το είδος των γλωσσικών στοιχείων με τα οποία μπορεί να συνδυάζεται το κατηγόρημα, συνήθως το ρήμα
    Τα ρήματα που συντάσσονται με υποκείμενο και δύο αντικείμενα έχουν σθένος 3, είναι δηλαδή τρισθενή.

Εκφράσεις

  • παντί σθένει

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
σθεν- 

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σθένος τὰ σθένη - σθένε
      γενική τοῦ σθένους - σθένεος τῶν σθενῶν - σθενέων
      δοτική τῷ σθένει - σθένεῐ̈ τοῖς σθένεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σθένος τὰ σθένη - σθένεα
     κλητική ! σθένος σθένη - σθένεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σθένει - σθένεε
γεν-δοτ τοῖν  σθενοῖν - σθενέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σθένος, ήδη ομηρικό < αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι η μόνη ελληνική λέξη με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα σθ- + -(ε)νο- (όπως παρόμοια στο κτῆ-νος). Έχουν προταθεί πολλές εκδοχές, όπως σχέση με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sgʷʰ- (με συγγενή στα σανκριτικά και τα αβεστικά) ή σχέση με θέμα στα- του ἵστημι ή με το εὐθενέω/εὐσθενέω (αφονώ, είμαι πλούσιος). [1]

Ουσιαστικό

σθένος ουδέτερο

  1. δύναμη, ισχύς
  2. δύναμη, ρώμη κάθε είδους, τόσο ηθική όσο και σωματική
  3. στρατιωτική ισχύς, δύναμη, υπεροχή σε ετοιμοπόλεμους άνδρες
  4. (μεταφορικά) αφθονία

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
σθεν- 
  • ἀσθενής & παράγωγα
  • δυσθενέω
  • ἐπισθένω
  • σθεναρός
  • σθένεια
  • Σθενέλαος
  • Σθένελος
  • σθενής
  • -σθενής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -σθενής στο Βικιλεξικό
    • ή -σθένης για πολλά ονόματα
    • και τα παράγωγά σε -σθένεια, -σθενέω
  • Σθένιος
  • σθενοβλαβής

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.