σθένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σθένος | τα | σθένη |
| γενική | του | σθένους | των | σθενών |
| αιτιατική | το | σθένος | τα | σθένη |
| κλητική | σθένος | σθένη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σθένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σθένος [1]
- για τη χημεία < απόδοση για την αγγλική valency
- για τη γλωσσολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική valence
Ουσιαστικό
σθένος ουδέτερο
- η ψυχική δύναμη
- (χημεία) αριθμός που εκφράζει τη συμπεριφορά ενός χημικού στοιχείου, όταν αυτό σχηματίζει χημικές ενώσεις· ισούται με τον αριθμό ατόμων υδρογόνου με τα οποία μπορεί να ενωθεί ένα άτομο του εξεταζόμενου στοιχείου
- ↪ Το χημικό σθένος του οξυγόνου είναι 2, καθώς απαιτούνται 2 άτομα υδρογόνου και 1 άτομο οξυγόνου για να σχηματιστεί ένα μόριο νερού.
- (γλωσσολογία, γραμματική) ο αριθμός και το είδος των γλωσσικών στοιχείων με τα οποία μπορεί να συνδυάζεται το κατηγόρημα, συνήθως το ρήμα
- ↪ Τα ρήματα που συντάσσονται με υποκείμενο και δύο αντικείμενα έχουν σθένος 3, είναι δηλαδή τρισθενή.
Εκφράσεις
- παντί σθένει
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σθεν-
σθεν-
-
χημικό σθένος στη Βικιπαίδεια

-
valency (linuistics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
(για τη γλωσσολογία)
Μεταφράσεις
δύναμη
Αναφορές
- σθένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σθένος | τὰ | σθένη - σθένεᾰ |
| γενική | τοῦ | σθένους - σθένεος | τῶν | σθενῶν - σθενέων |
| δοτική | τῷ | σθένει - σθένεῐ̈ | τοῖς | σθένεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | σθένος | τὰ | σθένη - σθένεα |
| κλητική ὦ! | σθένος | σθένη - σθένεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σθένει - σθένεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σθενοῖν - σθενέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σθένος, ήδη ομηρικό < αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι η μόνη ελληνική λέξη με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα σθ- + -(ε)νο- (όπως παρόμοια στο κτῆ-νος). Έχουν προταθεί πολλές εκδοχές, όπως σχέση με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sgʷʰ- (με συγγενή στα σανκριτικά και τα αβεστικά) ή σχέση με θέμα στα- του ἵστημι ή με το εὐθενέω/εὐσθενέω (αφονώ, είμαι πλούσιος). [1]
Ουσιαστικό
σθένος ουδέτερο
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
σθεν-
σθεν-
Πηγές
- σθένος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σθένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.