σύμπλεγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύμπλεγμα | τα | συμπλέγματα |
| γενική | του | συμπλέγματος | των | συμπλεγμάτων |
| αιτιατική | το | σύμπλεγμα | τα | συμπλέγματα |
| κλητική | σύμπλεγμα | συμπλέγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύμπλεγμα < ελληνιστική κοινή σύμπλεγμα < αρχαία ελληνική συμπλέκω < σύν + πλέκω
- < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cluster
- < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Komplex
Ουσιαστικό
σύμπλεγμα ουδέτερο
- ενιαίο σύνολο ετερόκλητων στοιχείων συνδεμένων μεταξύ τους
- (ψυχιατρική) τραυματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας, που εδράζονται στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο τη συμπεριφορά ενός ενήλικα
Συγγενικά
- ασυμπλεγμάτιστος
- συμπλεγματικός
- → δείτε τη λέξη συμπλέκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.