ρώμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρώμη
      γενική της ρώμης
    αιτιατική τη ρώμη
     κλητική ρώμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρώμη < αρχαία ελληνική ῥώμη (< ρώομαι - ορμώ)

Ουσιαστικό

ρώμη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. δύναμη του σώματος
    Οι αρχαίοι θαύμαζαν τη ρώμη των αθλητών.
  2. δύναμη του πνεύματος (θάρρος) ή της ψυχής
    Οι θεατές έμειναν έκθαμβοι από τη ρώμη των σκακιστών.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.