Kraft
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | die | Kraft | die | Kräfte |
| γενική | der | Kraft | der | Kräfte |
| δοτική | der | Kraft | den | Kräften |
| αιτιατική | die | Kraft | die | Kräfte |
Προφορά
- ⓘ
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Kraft < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Kraft < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Kraft < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Kraft < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.