ἀσθενής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀσθενής τὸ ἀσθενές
      γενική τοῦ/τῆς ἀσθενοῦς τοῦ ἀσθενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀσθενεῖ τῷ ἀσθενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀσθεν τὸ ἀσθενές
     κλητική ! ἀσθενές ἀσθενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀσθενεῖς τὰ ἀσθεν
      γενική τῶν ἀσθενῶν τῶν ἀσθενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσθενέσ(ν) τοῖς ἀσθενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσθενεῖς τὰ ἀσθεν
     κλητική ! ἀσθενεῖς ἀσθεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσθενεῖ τὼ ἀσθενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀσθενοῖν τοῖν ἀσθενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀσθενής < ἀ- + σθέν(ος) + -ής

Επίθετο

ἀσθενής, -ή, -ές

  1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, ανίσχυρος, άτονος
  2. (ως προς την περιουσία) αδύναμος, φτωχός, άπειρος
  3. ασήμαντος
  4. (για ποτάμια) μικρός, μηδαμινός (που έχει λίγο νερό)

Σημειώσεις

  • Για την έννοια «ασθενής, άρρωστος» δείτε τη μετοχή ἀσθενῶν, ἀσθενοῦσα, ἀσθενοῦν του ἀσθενῶ, συνηρημένου τύπου του ἀσθενέω

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
ασθεν- 
  • ἀσθένεια
  • ἀσθενέω
  • ἀσθένημα
  • ἀσθενικός
  • ἀσθενόφθαλμον
  • ἀσθενοποιέω
  • ἀσθενοποιός
  • ἀσθενόρριζος
  • ἀσθενόω
  • ἀσθενόψυχος
  • ἀσθένωσις
  • διασθενέω
  • ἐξασθενέω
  • ἐξασθενής
  • ἐνασθενέω
  • κατασθενέω
  • προασθενέω
  • προεξασθενέω
  • συνασθενέω
  • ὑπασθενέω
  • ὑπερασθενής

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.