σθεναρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σθεναρά < σθεναρός

Επίρρημα

σθεναρά

  1. με ψυχική δύναμη
    Ο τρίτος λόχος πεζικού αντιστάθηκε σθεναρά στην πολυήμερη πολιορκία του εχθρού.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σθεναρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.