κτῆνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κτῆνος τὰ κτήνη - κτήνε
      γενική τοῦ κτήνους - κτήνεος τῶν κτηνῶν - κτηνέων
      δοτική τῷ κτήνει - κτήνεῐ̈ τοῖς κτήνεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κτῆνος τὰ κτήνη - κτήνεα
     κλητική ! κτῆνος κτήνη - κτήνεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κτήνει - κτήνεε
γεν-δοτ τοῖν  κτηνοῖν - κτηνέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτῆνος < θέμα κτη- (όπως στον παρακείμενο κέκτη-μαι του κτάομαι) / κτῶμαι + -νος, με κυριολεκτική σημασία «απόκτημα» [1]

Ουσιαστικό

κτῆνος ουδέτερο

  1. (αρχικά, ιδίως στον πληθυντικό) κοπάδια ζώων ή σμήνος
  2. ζώο (όπως βόδι, πρόβατο)
  3. (αργότερα) ιδίως ζώο όπως μουλάρι, άλογο
  4. (ελληνιστική σημασία) οικόσιτο ζώο (σε αντιδιαστολή με το θηρίον)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κτάομαι

Απόγονοι

κτῆνος (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: κτῆνος, χτῆνος κτῆνον
νέα ελληνικά: κτήνος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.