κτῆνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κτῆνος | τὰ | κτήνη - κτήνεᾰ |
| γενική | τοῦ | κτήνους - κτήνεος | τῶν | κτηνῶν - κτηνέων |
| δοτική | τῷ | κτήνει - κτήνεῐ̈ | τοῖς | κτήνεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | κτῆνος | τὰ | κτήνη - κτήνεα |
| κλητική ὦ! | κτῆνος | κτήνη - κτήνεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτήνει - κτήνεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κτηνοῖν - κτηνέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κτῆνος ουδέτερο
Συγγενικά
- ἐπικτηνίτης
- κτηναφαίρεσις
- κτηναγωγία
- κτηνηδόν
- κτηνίατρος
- κτηνίτης
- κτηνοβάτης
- κτηνοστάσιον
- κτηνοτροφεῖον
- κτηνοτροφέω
- κτηνοτροφία
- κτηνότροφος
- κτηνοτρόφος
- κτηνύδριον
- κτηνώδης
- ὀνοκτηνοτρόφος
- πολύκτηνος
- προβατοκτηνοτρόφος
→ και δείτε τη λέξη κτάομαι
Απόγονοι
κτῆνος (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κτῆνος, χτῆνος κτῆνον
- ⇘ νέα ελληνικά: κτήνος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κτῆνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτῆνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.