τόλμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τόλμη οι τόλμες
      γενική της τόλμης
    αιτιατική την τόλμη τις τόλμες
     κλητική τόλμη τόλμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόλμη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τόλμη < αρχαία ελληνική τόλμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtol.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόλμη

Ουσιαστικό

τόλμη θηλυκό

  1. το ξεπέρασμα του φόβου του κινδύνου και η αποφασιστική δράση
  2. (κατ’ επέκταση) αναίδεια, θράσος [1]

Αντώνυμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
τολμ- 

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τόλμη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τόλμη < αρχαία ελληνική τόλμα

Ουσιαστικό

τόλμη θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόλμη αἱ τόλμαι
      γενική τῆς τόλμης τῶν τολμῶν
      δοτική τῇ τόλμ ταῖς τόλμαις
    αιτιατική τὴν τόλμην τὰς τόλμᾱς
     κλητική ! τόλμη τόλμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τόλμ
γεν-δοτ τοῖν  τόλμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

τόλμη θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.