τόλμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τόλμη | οι | τόλμες |
| γενική | της | τόλμης | — | |
| αιτιατική | την | τόλμη | τις | τόλμες |
| κλητική | τόλμη | τόλμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τόλμη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τόλμη < αρχαία ελληνική τόλμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtol.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τόλ‐μη
Ουσιαστικό
τόλμη θηλυκό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τολμ-
τολμ-
- αντιτολμούμαι
- αντιτολμώ
- απότολμα (επίρρημα)
- αποτολμάω / αποτολμώ
- αποτόλμημα
- αποτολμιά
- απότολμος
- αποτολμώμαι
- άτολμα (επίρρημα)
- ατολμία, ατολμιά
- άτολμος
- ατόλμως (επίρρημα)
- δειλότολμος
- εύτολμα (επίρρημα)
- ευτολμία
- εύτολμος
- ευτόλμως (επίρρημα)
- μεγαλότολμα (επίρρημα)
- μεγαλότολμος
- ξανατολμώ
- πάντολμα (επίρρημα)
- παράτολμα (επίρρημα)
- παρατολμία
- παράτολμος
- παρατολμώ
- παρατόλμως (επίρρημα)
- τολμάω / τολμώ, τολμιέμαι / τολμώμαι
- τόλμημα
- τολμημένος
- τολμηρά (επίρρημα)
- τολμηρός
- τολμηρότητα
- τολμηρούτσικος
- τολμηρώς (επίρρημα)
- τολμητερά
- τολμητερός
- τολμητής
- τολμητίας
- τολμήτρα
- τολμώμαι
- τρανότολμος
- υπέρτολμος
- ωραιότολμος
Αναφορές
- τόλμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τόλμη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τόλμη < αρχαία ελληνική τόλμα
Ουσιαστικό
τόλμη θηλυκό
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τόλμη | αἱ | τόλμαι | ||||
| γενική | τῆς | τόλμης | τῶν | τολμῶν | ||||
| δοτική | τῇ | τόλμῃ | ταῖς | τόλμαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | τόλμην | τὰς | τόλμᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | τόλμη | τόλμαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τόλμᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | τόλμαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τόλμα
Πηγές
- τόλμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.