μικροψυχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροψυχία οι μικροψυχίες
      γενική της μικροψυχίας των μικροψυχιών
    αιτιατική τη μικροψυχία τις μικροψυχίες
     κλητική μικροψυχία μικροψυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροψυχία < αρχαία ελληνική μικροψυχία < μικροψυχέω < μικρόψυχος

Ουσιαστικό

μικροψυχία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.