σακοβελόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακοβελόνα οι σακοβελόνες
      γενική της σακοβελόνας των σακοβελονών
    αιτιατική τη σακοβελόνα τις σακοβελόνες
     κλητική σακοβελόνα σακοβελόνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σακοβελόνα < σάκ(ος) + -ο- + βελόνα

Ουσιαστικό

σακοβελόνα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.