δισάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δισάκι | τα | δισάκια |
| γενική | του | δισακιού | των | δισακιών |
| αιτιατική | το | δισάκι | τα | δισάκια |
| κλητική | δισάκι | δισάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δισάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δισάκι(ν) / δισάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δισάκκιον < δι- + αρχαία ελληνική σακκίον / σακίον < σάκκος / σάκος < σημιτική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈsa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σά‐κι
Ουσιαστικό
δισάκι ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σάκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.