σακί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σακί | τα | σακιά |
| γενική | του | σακιού | των | σακιών |
| αιτιατική | το | σακί | τα | σακιά |
| κλητική | σακί | σακιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σακί < μεσαιωνική ελληνική σακίν ή μεσαιωνική ελληνική σακκίν < αρχαία ελληνική σακκίον (υποκοριστικό του σάκκος)
Ουσιαστικό
σακί ουδέτερο
- σάκος
- ※ Στο βαπόρι είχανε να ξεφορτώσουν σακιά μ' αλεύρι. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Εκφράσεις
- βάζω στο ίδιο σακί:αντιμετωπίζω σαν όμοια δύο διαφορετικά πράγματα, καταστάσεις κλπ.
- (αγοράζω/πουλάω/παίρνω) γουρούνι στο σακί:χωρίς να ελέγξω για την ποιότητα, στα τυφλά
- (πετάω/ρίχνω κάποιον) σαν σακί: με τον τρόπο που πετάνε συνήθως τα σακιά, βίαια, χωρίς περίσκεψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.