πυγμαχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυγμαχικός | η | πυγμαχική | το | πυγμαχικό |
| γενική | του | πυγμαχικού | της | πυγμαχικής | του | πυγμαχικού |
| αιτιατική | τον | πυγμαχικό | την | πυγμαχική | το | πυγμαχικό |
| κλητική | πυγμαχικέ | πυγμαχική | πυγμαχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυγμαχικοί | οι | πυγμαχικές | τα | πυγμαχικά |
| γενική | των | πυγμαχικών | των | πυγμαχικών | των | πυγμαχικών |
| αιτιατική | τους | πυγμαχικούς | τις | πυγμαχικές | τα | πυγμαχικά |
| κλητική | πυγμαχικοί | πυγμαχικές | πυγμαχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πυγμαχικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.