υπνόσακος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπνόσακος οι υπνόσακοι
      γενική του υπνόσακου των υπνόσακων
    αιτιατική τον υπνόσακο τους υπνόσακους
     κλητική υπνόσακε υπνόσακοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Υπνόσακος έτοιμος για χρήση.

Ετυμολογία

υπνόσακος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sleeping bag < sleeping & bag, ύπν(ος) + -ό- + σάκος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpno.sa.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπνόσακος

Ουσιαστικό

υπνόσακος αρσενικό

  • μακρόστενος σάκος από ύφασμα και βαμβάκι ή παρόμοιο υλικό που χρησιμοποιείται σαν πάπλωμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.