υπνόσακος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπνόσακος | οι | υπνόσακοι |
| γενική | του | υπνόσακου | των | υπνόσακων |
| αιτιατική | τον | υπνόσακο | τους | υπνόσακους |
| κλητική | υπνόσακε | υπνόσακοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Υπνόσακος έτοιμος για χρήση.
Ετυμολογία
- υπνόσακος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sleeping bag < sleeping & bag, ύπν(ος) + -ό- + σάκος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpno.sa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνό‐σα‐κος
Ουσιαστικό
υπνόσακος αρσενικό
Συνώνυμα
Αναφορές
- υπνόσακος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.