γαιόσακος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαιόσακος | οι | γαιόσακοι |
| γενική | του | γαιόσακου & γαιοσάκου |
των | γαιόσακων & γαιοσάκων |
| αιτιατική | τον | γαιόσακο | τους | γαιόσακους & γαιοσάκους |
| κλητική | γαιόσακε | γαιόσακοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαιόσακος αρσενικό
Μεταφράσεις
γαιόσακος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.