σάττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σάττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuak
Ρήμα
σάττω
- αττικός τύπος του σάσσω
- Αόριστος : ἔσαξα
- Mέση φωνή αορίστου: ἐσαξάμην
- Παθητικός αόριστος: ἐσάχθην
- Παρακείμενος: σέσαγμαι (προστακτική παρακειμένου : σεσάχθω)[1]
- Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν, Δημήτριος Δημητράκος, Αθήνα 1970, σελ. 1215
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.