φατός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

φατός < θέμα φᾰ- του φημί + -τός

Επίθετο

φᾰτός, -ή, -όν

  • αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, για αυτόν που μιλάμε

Συγγενικά

  • φημί
  • -φατος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φατος στο Βικιλεξικό

όπως

Ετυμολογία 2

φατός < μεταπτωτική ρίζα φᾰ- (πέφαμαι, παρακείμενος του *φένω ( δείτε και τη λέξη θείνω) + -τός*φένω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

φᾰτός, -ή, -όν

  • ο τεθνεώς, ο νεκρός, αυτός που σκοτώθηκε

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.