πρόσφατο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρόσφατο

  1. αιτιατική ενικού του πρόσφατος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρόσφατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.