προσφάτως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσφάτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσφάτως < αρχαία ελληνική πρόσφατος. Συγχρονικά αναλύεται σε πρόσφατ(ος) + -ως.
Πηγές
- πρόσφατος, προσφάτως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρόσφατος, προσφάτως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- προσφάτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρόσφατ(ος) + -ως
Πηγές
- προσφάτως, πρόσφατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.