αγροπόντικας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγροπόντικας οι αγροπόντικες
      γενική του αγροπόντικα των αγροπόντικων
    αιτιατική τον αγροπόντικα τους αγροπόντικες
     κλητική αγροπόντικα αγροπόντικες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αγροπόντικας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.