αγροπόντικας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγροπόντικας | οι | αγροπόντικες |
| γενική | του | αγροπόντικα | των | αγροπόντικων |
| αιτιατική | τον | αγροπόντικα | τους | αγροπόντικες |
| κλητική | αγροπόντικα | αγροπόντικες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγροπόντικας αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το ταξινομικό είδος αρουραίου Mίκρωτος ο πεδινός (Microtus arvalis)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.