Ποντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ποντικός οι Ποντικοί
      γενική του Ποντικού των Ποντικών
    αιτιατική τον Ποντικό τους Ποντικούς
     κλητική Ποντικέ Ποντικοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ποντικός < ποντικός (παρατσούκλι) ή ..  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /pon.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ποντικός

Κύριο όνομα

Ποντικός αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ποντικού)
  2. νησίδα του Αργοσαρωνικού

Συγγενικά

Μεταγραφές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ποντικός Ποντική τὸ Ποντικόν
      γενική τοῦ Ποντικοῦ τῆς Ποντικῆς τοῦ Ποντικοῦ
      δοτική τῷ Ποντικ τῇ Ποντικ τῷ Ποντικ
    αιτιατική τὸν Ποντικόν τὴν Ποντικήν τὸ Ποντικόν
     κλητική ! Ποντικέ Ποντική Ποντικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ποντικοί αἱ Ποντικαί τὰ Ποντικᾰ́
      γενική τῶν Ποντικῶν τῶν Ποντικῶν τῶν Ποντικῶν
      δοτική τοῖς Ποντικοῖς ταῖς Ποντικαῖς τοῖς Ποντικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ποντικούς τὰς Ποντικᾱ́ς τὰ Ποντικᾰ́
     κλητική ! Ποντικοί Ποντικαί Ποντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ποντικώ τὼ Ποντικᾱ́ τὼ Ποντικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ποντικοῖν τοῖν Ποντικαῖν τοῖν Ποντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Ποντικός < Πόντος, πόντ(ος) + -ικός

Επίθετο

Ποντικός, -ή, όν

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, στον πόντο
  2. που ανήκει ή αναφέρεται στον Πόντο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.