ασπάλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπάλακας οι ασπάλακες
      γενική του ασπάλακα των ασπαλάκων
    αιτιατική τον ασπάλακα τους ασπάλακες
     κλητική ασπάλακα ασπάλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπάλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπάλαξ από την αιτιατική «τόν ἀσπάλακα» [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈspa.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασπάλακας

Ουσιαστικό

ασπάλακας αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.