ασπάλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασπάλακας | οι | ασπάλακες |
| γενική | του | ασπάλακα | των | ασπαλάκων |
| αιτιατική | τον | ασπάλακα | τους | ασπάλακες |
| κλητική | ασπάλακα | ασπάλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασπάλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπάλαξ από την αιτιατική «τόν ἀσπάλακα» [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈspa.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπά‐λα‐κας
Ουσιαστικό
ασπάλακας αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο τυφλοπόντικας
- (μεταφορικά) άνθρωπος πνευματικά τυφλός
- ἀσφάλαξ
-
ασπάλακας στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ασπάλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.