βαπόρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαπόρι τα βαπόρια
      γενική του βαποριού των βαποριών
    αιτιατική το βαπόρι τα βαπόρια
     κλητική βαπόρι βαπόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαπόρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική nave a vapore (ατμοκίνητο πλοίο, ατμόπλοιο), vapore[1] < λατινική vapor (καπνός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kwep (βρασμός, καπνός, κάπνισμα)

Ουσιαστικό

βαπόρι ουδέτερο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.