κότερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κότερο τα κότερα
      γενική του κότερου των κότερων
    αιτιατική το κότερο τα κότερα
     κλητική κότερο κότερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κότερο < αγγλική cutter

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.te.ɾo/

Ουσιαστικό

κότερο ουδέτερο

  1. ελαφρύ ιστιοφόρο
  2. οποιοδήποτε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής
     συνώνυμα: θαλαμηγός
    'Έχω και κότερο! Πάμε μια βόλτα; (από παλιά ελληνική ταινία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.