κότερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κότερο | τα | κότερα |
| γενική | του | κότερου | των | κότερων |
| αιτιατική | το | κότερο | τα | κότερα |
| κλητική | κότερο | κότερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.te.ɾo/
Ουσιαστικό
κότερο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.