πλοιοκτησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλοιοκτησία οι πλοιοκτησίες
      γενική της πλοιοκτησίας των πλοιοκτησιών
    αιτιατική την πλοιοκτησία τις πλοιοκτησίες
     κλητική πλοιοκτησία πλοιοκτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλοιοκτησία < πλοί(ο) + -ο- + -κτησία

Ουσιαστικό

πλοιοκτησία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.