πλοιοκτησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλοιοκτησία | οι | πλοιοκτησίες |
| γενική | της | πλοιοκτησίας | των | πλοιοκτησιών |
| αιτιατική | την | πλοιοκτησία | τις | πλοιοκτησίες |
| κλητική | πλοιοκτησία | πλοιοκτησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.