skip
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| skip | skips |
skip (en)
- (βρετανικά αγγλικά) μεγάλος κάδος σκουπιδιών, σχεδιασμένος για να τον αδειάζει απορριμματοφόρο όχημα
Ρήμα
| ενεστώτας | skip |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | skips |
| αόριστος | skipped |
| παθητική μετοχή | skipped |
| ενεργητική μετοχή | skipping |
skip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραλείπω κάτι που θα ήταν το επόμενο πράγμα που θα έκανα, θα διάβαζα κτλ.
- (μεταβατικό, λαϊκότροπο) το σκάω από κάτι
- ↪ I am skipping school.
- Το σκάω από το σχολείο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση play truant
- ↪ I am skipping school.
- χοροπηδάω / χοροπηδώ
Πηγές
- skip (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- skip (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- skip - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.