skip

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
skip skips

skip (en)

Ρήμα

ενεστώτας skip
γ΄ ενικό ενεστώτα skips
αόριστος skipped
παθητική μετοχή skipped
ενεργητική μετοχή skipping

skip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραλείπω κάτι που θα ήταν το επόμενο πράγμα που θα έκανα, θα διάβαζα κτλ.
    I am skipping the next chapter of the book.
    Παραλείπω το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου.
    When you hand out sweets, you always skip me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη omit
  2. (μεταβατικό, λαϊκότροπο) το σκάω από κάτι
    I am skipping school.
    Το σκάω από το σχολείο.
     συνώνυμα:  δείτε την έκφραση play truant
  3. χοροπηδάω / χοροπηδώ

Πηγές



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

skip (no)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.