τάνκερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τάνκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική tanker < tank < πορτογαλική tanque < γκουτζαράτι ટાંકી (ṭāṅkī: δεξαμενή) < σανσκριτική तडाग (taḍāga)
Ουσιαστικό
τάνκερ ουδέτερο άκλιτο
- (γενικότερα) (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο
- (ειδικότερα) (ναυτικός όρος) πετρελαιοφόρο
Μεταφράσεις
τάνκερ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.