τάνκερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τάνκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική tanker < tank < πορτογαλική tanque < γκουτζαράτι ટાંકી (ṭāṅkī: δεξαμενή) < σανσκριτική तडाग (taḍāga)

Ουσιαστικό

τάνκερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γενικότερα) (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο
  2. (ειδικότερα) (ναυτικός όρος) πετρελαιοφόρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.