βάρκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βάρκα | οι | βάρκες |
| γενική | της | βάρκας | των | βαρκών |
| αιτιατική | τη | βάρκα | τις | βάρκες |
| κλητική | βάρκα | βάρκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_Egypt-14A-080.jpg.webp)
Βάρκα με κουπιά.
Ετυμολογία
- βάρκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάρκα < υστερολατινική barca < λατινική baris < αρχαία ελληνική βᾶρις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή bꜣjr (bair)[1]
![D58 [b] b](../I/hiero_D58.png.webp)
![G29 [bA] bA](../I/hiero_G29.png.webp)
![G1 [A] A](../I/hiero_G1.png.webp)
![Z4 [y] y](../I/hiero_Z4.png.webp)


Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάρ‐κα
Ουσιαστικό
βάρκα θηλυκό
Συνώνυμα
Σύνθετα
Εκφράσεις
- την κάτσαμε τη βάρκα: για περιπτώσεις που κάτι πήγε στραβά και δεν πέτυχε, συνήθως όταν υπάρχουν και δυσάρεστες συνέπειες
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, Baris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.