διαστημόπλοιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαστημόπλοιο | τα | διαστημόπλοια |
| γενική | του | διαστημοπλοίου & διαστημόπλοιου |
των | διαστημοπλοίων |
| αιτιατική | το | διαστημόπλοιο | τα | διαστημόπλοια |
| κλητική | διαστημόπλοιο | διαστημόπλοια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- διαστημόπλοιο < διάστημ(α) + -ό- + πλοίο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝa.stiˈmo.pli.o/ & /ði̯a.stiˈmo.pli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐στη‐μό‐πλοι‐ο
Μεταφράσεις
διαστημόπλοιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.