long
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | long |
| συγκριτικός | longer |
| υπερθετικός | longest |
long (en)
- μακρύς, μακρός, μεγάλος ή πολύς σε απόσταση
- μακρύς, πολύς, εδώ και πολύ καιρό, που διαρκεί ή παίρνει πολύ χρόνο ή περισσότερο χρόνο από το συνηθισμένο
- ↪ a long talk - μακριά συζήτηση
- ↪ a long visit - μια μακριά επίσκεψη
- ↪ It won’t take me a long time.
- Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
- ↪ I won’t take a long time to dress.
- Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
- ↪ I haven’t been feeling well for a long time.
- Δεν νιώθω καλά εδώ και πολύ καιρό.
- ↪ I wanted to talk to you for a long time./I, for a long time, wanted to talk to you.
- Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.
Επίρρημα
| παραθετικά | |
| θετικός | long |
| συγκριτικός | longer |
| υπερθετικός | longest |
long (en)
- πολύς καιρός, από πολύ καιρό, παραπάνω, πολλή ώρα, αργώ, για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ It won’t take me long.
- Δε θα με πάρει πολύς καιρός.
- ↪ How long did you take?
- Πόσον καιρό έκανες;
- ↪ I have long want to speak with you.
- Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.
- ↪ I won’t take long to dress.
- Δεν θα κάνω πολλή ώρα να ντυθώ.
- ↪ How long does it take you to shave?
- Πόση ώρα κάνεις/σε παίρνει α ξυριστείς;
- ↪ I don’t take long./It doesn’t take me long.
- Δεν κάνω/Δε με παίρνει πολλή ώρα.
- ↪ From what I hear, they won’t be long.
- Καθώς ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν.
- ↪ I won’t be long, in 5 minutes I will be ready.
- Δεν θ' αργήσω, σε 5 λεπτά θα είμαι έτοιμη.
- ↪ Does it take you long to get dressed?
- Αργείς να ντυθείς;
- ↪ I can’t stand it any longer.
- Δεν το αντέχω άλλο πια.
- ↪ It won’t take me long.
- αργώ, πολλή ώρα πριν ή μετά από μια συγκεκριμένη ώρα ή γεγονός
- ↪ Easter is still a long way off.
- Το Πάσχα αργεί ακόμα.
- ↪ Vacation is not a long way away.
- Δεν θ' αργήσουν οι διακοπές.
- ↪ How long was it before he came back?
- Πόση ώρα πέρασε ώσπου να γυρίσει;
- ↪ Easter is still a long way off.
-
long (οικονομία) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα
| ενεστώτας | long |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | longs |
| αόριστος | longed |
| παθητική μετοχή | longed |
| ενεργητική μετοχή | longing |
long (en)
Εκφράσεις
Πηγές
- long (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- long (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- long (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399, 520, 661, 692-695, 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: καιρός, μακρύς, παραπάνω, περνώ, ώρα
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.