πιρούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιρούνι τα πιρούνια
      γενική του πιρουνιού των πιρουνιών
    αιτιατική το πιρούνι τα πιρούνια
     κλητική πιρούνι πιρούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μεταλλικό πιρούνι(1)
Μπροστινό πιρούνι (2)

Ετυμολογία

πιρούνι < μεσαιωνική ελληνική πιρούνι < ελληνιστική κοινή περόνιον < αρχαία ελληνική περόνη < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

Ουσιαστικό

πιρούνι ουδέτερο

  1. (κουζινικά) σκεύος σερβιρίσματος για λήψη στερεού φαγητού, με λαβή και αιχμές
    το πιρούνι για τη σαλάτα διαφέρει από το πιρούνι για το κρέας
  2. (τεχνολογία) τμήμα του σκελετού των οχημάτων στο οποίο εφαρμόζει συνήθως το αμορτισέρ
    τα πιρούνια της μηχανής μου είναι επιχρωμιωμένα
  3. (τεχνολογία) κινητό εξάρτημα περονοφόρου οχήματος
  4. (τεχνολογία) ακραίο τμήμα περονοφόρου αρπάγης ή σκαπτικού
  5. (ναυτικός όρος) ο διπλός πρόβολος των καλωδιακών πλοίων, φραγματοθέτιδων, φαλαινοθηρικών και μεγάλων αλιευτικών
  6. (ναυτικός όρος, εργαλείο) αλιευτικό εργαλείο που φέρεται σε άκρη κονταριού, κοινώς καμάκι
  7. (ναυτικός όρος) η άκρη του βέλους, ή όλο το βέλος του ψαροντούφεκου

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.