πιρούνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιρούνα οι πιρούνες
      γενική της πιρούνας των πιρουνών
    αιτιατική την πιρούνα τις πιρούνες
     κλητική πιρούνα πιρούνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πιρούνα.

Ετυμολογία

πιρούνα < πιρούν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈɾu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιρούνα

Ουσιαστικό

πιρούνα θηλυκό

  • γεωργικό εργαλείο με περισσότερες από δύο αιχμές, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών, για την φόρτωση κοπριάς, κ.λπ.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.