villa

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
villa villas

villa (fr) θηλυκό

  1. η πλούσια εξοχική κατοικία στην Ιταλία
  2. η σύγχρονη εξοχική κατοικία με κήπο, η έπαυλη



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

villa (la)

  1. φάρμα



Ουγγρικά (hu)

Ουσιαστικό

villa (hu)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.