πείρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

Ρήμα

πείρω, αόρ.: ἔπειρα, παθ.αόρ. ἐπάρην, παθ.παρακ.: πέπαρμαι

  1. τρυπώ κάτι από τη μια άκρη ως την άλλη, διαπερνώ
  2. (για κρέατα) σουβλίζω
  3. (μεταφορικά) διασχίζω (τη θάλασσα, τα κύματα)

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀναπείρω
  • ἀποπείρω
  • διαπείρω
  • ἐμπείρω
  • καταπείρω
  • μεταπείρω
  • περιπείρω
  • συμπείρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.