πείρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Ρήμα
πείρω, αόρ.: ἔπειρα, παθ.αόρ. ἐπάρην, παθ.παρακ.: πέπαρμαι
- τρυπώ κάτι από τη μια άκρη ως την άλλη, διαπερνώ
- (για κρέατα) σουβλίζω
- (μεταφορικά) διασχίζω (τη θάλασσα, τα κύματα)
Σύνθετα
- ἀναπείρω
- ἀποπείρω
- διαπείρω
- ἐμπείρω
- καταπείρω
- μεταπείρω
- περιπείρω
- συμπείρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.