περονοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾo.noˈfo.ro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περονοφόρο

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περονοφόρο τα περονοφόρα
      γενική του περονοφόρου των περονοφόρων
    αιτιατική το περονοφόρο τα περονοφόρα
     κλητική περονοφόρο περονοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Περονοφόρο κατά τη στιγμή λειτουργίας του.
περονοφόρο < περόν(η) + -ο- + -φόρο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περονοφόρος (εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό όπως όχημα)· απόδοση για την αγγλική forklift (truck) [1]

Ουσιαστικό

περονοφόρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

περονοφόρο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

περονοφόρο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του περονοφόρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περονοφόρος
    περονοφόρο όχημα

Αναφορές

  1. περονοφόρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.