αμορτισέρ

Νέα ελληνικά (el)

Τύποι αμορτισέρ και λειτουργία τους

Ετυμολογία

αμορτισέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική amortisseur[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.moɾ.tiˈseɾ/

Ουσιαστικό

αμορτισέρ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.