αμορτισέρ
Νέα ελληνικά (el)

Τύποι αμορτισέρ και λειτουργία τους
Ετυμολογία
- αμορτισέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική amortisseur[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.moɾ.tiˈseɾ/
Ουσιαστικό
αμορτισέρ ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία) εξάρτημα μηχανοκίνητων οχημάτων χάρη στο οποίο αποσβένονται οι ταλαντώσεις των ελατηρίων και ελαττώνονται οι κραδασμοί, εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα του οχήματος
- υδραυλικό / τηλεσκοπικό αμορτισέρ
- αμορτισέρ αερίου
Συνώνυμα
- αποσβεστήρας κραδασμών
- αποσβεστήρας ταλαντώσεων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αμορτισέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.