περόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περόνη | οι | περόνες |
| γενική | της | περόνης | των | περονών |
| αιτιατική | την | περόνη | τις | περόνες |
| κλητική | περόνη | περόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δεξιά περόνη

Περόνη ενδύματος (Βρετανικό Μουσείο)

Περόνη χειροβομβίδας
Ετυμολογία
- περόνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περόνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρό‐νη
Ουσιαστικό
περόνη θηλυκό
- (ανατομία) μακρύ οστό της κνήμης, προς την έξω πλευρά
- η κνήμη και η περόνη είναι τα κόκαλα της γάμπας
- καρφίτσα, ιδιαίτερα αυτή που συνδέει δύο τμήματα ενός ενδύματος μεταξύ τους
- εξάρτημα σε σχήμα καρφιού, το οποίο, όταν μπει στη θέση του, συνδέει δύο διαφορετικά τμήματα ενός μηχανισμού και/ή τον ασφαλίζει
- τράβηξε την περόνη της χειροβομβίδας και την πέταξε
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- περόνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περόνη | αἱ | περόναι |
| γενική | τῆς | περόνης | τῶν | περονῶν |
| δοτική | τῇ | περόνῃ | ταῖς | περόναις |
| αιτιατική | τὴν | περόνην | τὰς | περόνᾱς |
| κλητική ὦ! | περόνη | περόναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περόνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περόναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περόνη < πείρω, τρυπώ
Ουσιαστικό
περόνη θηλυκό
- βελόνα, καρφί
- οξύ άκρο σε αντικείμενο
- (ειδικότερα) η περόνη στην πόρπη που συγκρατούσε το ένδυμα στους ώμους
Πηγές
- περόνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περόνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.