πηδαλιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πηδαλιούχος | οι | πηδαλιούχοι |
| γενική | του/της | πηδαλιούχου | των | πηδαλιούχων |
| αιτιατική | τον/την | πηδαλιούχο | τους/τις | πηδαλιούχους |
| κλητική | πηδαλιούχε | πηδαλιούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηδαλιούχος < ελληνιστική κοινή πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδᾰ́λιον (< πηδόν) + ἔχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ða.liˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐δα‐λι‐ού‐χος
Ουσιαστικό
πηδαλιούχος αρσενικό
Συγγενικά
- απηδαλιούχητος
- πηδαλιουχείο
- πηδαλιούχηση
- πηδαλιουχία
- πηδαλιουχούμενο
- πηδαλιουχούμενος
- πηδαλιουχώ
- → δείτε τις λέξεις πηδάλιο και έχω
-
Helmsman στην αγγλική Βικιπαίδεια

- καπετάνιος
- κυβερνήτης
- κωπηλάτης
- πιλότος
- πλοηγός
- τιμονιέρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.