πλοηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλοηγός οι πλοηγοί
      γενική του πλοηγού των πλοηγών
    αιτιατική τον πλοηγό τους πλοηγούς
     κλητική πλοηγέ πλοηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλοηγός < πλόος + -ηγός (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pilot. 3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική navigator)

Ουσιαστικό

πλοηγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο γνώστης μιας επικίνδυνης θαλάσσιας περιοχής που οδηγεί ένα πλοίο με ασφάλεια σ’ αυτήν την περιοχή, αντικαθιστώντας για λίγο τον καπετάνιο του πλοίου
     συνώνυμα: πιλότος
  2. περιοδικό σύγγραμμα που συμβάλλει στην ασφαλή ναυσιπλοΐα
  3. συσκευή εντοπισμού γεωγραφικής θέσης (GPS) που βοηθά κάποιον οδηγό ή πεζοπόρο στην πλοήγηση
  4. (πληροφορική) browser, web browser: το πρόγραμμα περιήγησης στο διαδίκτυο
      Όλοι οι πλοηγοί εκτελούν την ίδια εργασία: παρουσιάζουν στην οθόνη τα περιεχόμενα μιας ιστοσελίδας και επιτρέπουν στο χρήστη να αλληλεπιδρά με αυτήν.[1]
     συνώνυμα: περιηγητής, φυλλομετρητής, διαφυλλιστής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δρ. Κουζαπάς Δημήτριος ΕΠΛ 003: ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ, σελ. 25, Πανεπιστήμιο Κύπρου - Τμήμα Πληροφορικής. Προσπέλαση 2020-05-18.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.