κράτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράτημα τα κρατήματα
      γενική του κρατήματος των κρατημάτων
    αιτιατική το κράτημα τα κρατήματα
     κλητική κράτημα κρατήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κράτημα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κράτημα ουδέτερο

  1. το να κρατάει κάποιος κάτι
     συνώνυμα: λαβή
  2. (στον πληθυντικό) η ικανότητα να κρατιέται στη θέση του, να διατηρεί σταθερή την πορεία του ένα αυτοκίνητο ιδίως μέσα σε μια στροφή
  3. (για κόμμωση) η ιδιότητα του να κρατιέται σταθερό το σχήμα που δίνεται στα μαλλιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.