πηδαλιουχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πηδαλιουχία | οι | πηδαλιουχίες |
| γενική | της | πηδαλιουχίας | των | πηδαλιουχιών |
| αιτιατική | την | πηδαλιουχία | τις | πηδαλιουχίες |
| κλητική | πηδαλιουχία | πηδαλιουχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηδαλιουχία < μεσαιωνική ελληνική πηδαλιουχία[1] < ελληνιστική κοινή πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδάλιον + ἔχω
Μεταφράσεις
πηδαλιουχία
|
|
Πηγές
- πηδαλιουχία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πηδαλιουχία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- πηδαλιουχία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.