πηδάλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πηδάλιον τὰ πηδάλι
      γενική τοῦ πηδαλίου τῶν πηδαλίων
      δοτική τῷ πηδαλί τοῖς πηδαλίοις
    αιτιατική τὸ πηδάλιον τὰ πηδάλι
     κλητική ! πηδάλιον πηδάλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηδαλίω
γεν-δοτ τοῖν  πηδαλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηδάλιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πηδάλιον, -ου ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) πηδάλιο ή κουπί
  2. (μεταφορικά) χαλινάρι

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.