πηδαλιουχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πηδαλιουχείο | τα | πηδαλιουχεία |
| γενική | του | πηδαλιουχείου | των | πηδαλιουχείων |
| αιτιατική | το | πηδαλιουχείο | τα | πηδαλιουχεία |
| κλητική | πηδαλιουχείο | πηδαλιουχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηδαλιουχείο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πηδαλιουχείο (el) ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) οιακιστήριο, τιμονιέρα
- (γενικότερα/ευρύτερη κατασκευή) μεσόστεγο ή γέφυρα πλοίου
Μεταφράσεις
- αγγλικά : wheelhouse (en), ship's navigation room
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.