πηδαλιοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πηδαλιοῦχος | οἱ | πηδαλιοῦχοι | ||||
| γενική | τοῦ | πηδαλιούχου | τῶν | πηδαλιούχων | ||||
| δοτική | τῷ | πηδαλιούχῳ | τοῖς | πηδαλιούχοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | πηδαλιοῦχον | τοὺς | πηδαλιούχους | ||||
| κλητική ὦ! | πηδαλιοῦχε | πηδαλιοῦχοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηδαλιούχω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πηδαλιούχοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδᾰ́λιον (< πηδόν) + ἔχω
Πηγές
- πηδαλιοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.