πιλότος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πιλότος | οι | πιλότοι |
| γενική | του/της | πιλότου | των | πιλότων |
| αιτιατική | τον/την | πιλότο | τους/τις | πιλότους |
| κλητική | πιλότε | πιλότοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιλότος < (άμεσο δάνειο) ιταλική piloto, παλαιότερα pedotto < μεσαιωνική ελληνική πηδώτης (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική πηδ(όν) + -ώτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈlo.tos/
Ουσιαστικό
πιλότος αρσενικό ή θηλυκό
- (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) ο κυβερνήτης μικρών ή μεγάλων αεροσκαφών και ελικοπτέρων της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας
- κάθε καινοτόμο σχέδιο ή πρόγραμμα μετά την εφαρμογή του οποίου θα ακολουθήσουν ή ακολούθησαν άλλα παρόμοια
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) πλοηγός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.