κωπηλάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κωπηλάτης | οι | κωπηλάτες |
| γενική | του | κωπηλάτη | των | κωπηλατών |
| αιτιατική | τον | κωπηλάτη | τους | κωπηλάτες |
| κλητική | κωπηλάτη | κωπηλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωπηλάτης < αρχαία ελληνική κωπηλάτης < κώπη + ἐλαύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.piˈla.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐πη‐λά‐της
Ουσιαστικό
κωπηλάτης αρσενικό (θηλυκό: κωπηλάτισσα & κωπηλάτρια)
- αυτός που κωπηλατεί
- ο αθλητής της κωπηλασίας
Συγγενικά
- κωπηλασία
- κωπηλάτημα / κωπηλάτισμα / κωπηλάτηση
- κωπηλατικός
- κωπηλάτισσα / κωπηλάτρια
- κωπήλατος
- κωπηλατώ
- → δείτε τις λέξεις κουπί, κώπη και ελαύνω
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κωπηλάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωπηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.