κωπηλάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωπηλάτης οι κωπηλάτες
      γενική του κωπηλάτη των κωπηλατών
    αιτιατική τον κωπηλάτη τους κωπηλάτες
     κλητική κωπηλάτη κωπηλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωπηλάτης < αρχαία ελληνική κωπηλάτης < κώπη + ἐλαύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.piˈla.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωπηλάτης

Ουσιαστικό

κωπηλάτης αρσενικό (θηλυκό: κωπηλάτισσα & κωπηλάτρια)

  1. αυτός που κωπηλατεί
  2. ο αθλητής της κωπηλασίας

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.