παρών
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρών & παρόντας |
η | παρούσα | το | παρόν |
| γενική | του | παρόντος & παρόντα |
της | παρούσας & παρούσης* |
του | παρόντος |
| αιτιατική | τον | παρόντα | την | παρούσα | το | παρόν |
| κλητική | παρών & παρόντα |
παρούσα | παρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρόντες | οι | παρούσες | τα | παρόντα |
| γενική | των | παρόντων | των | παρουσών | των | παρόντων |
| αιτιατική | τους | παρόντες | τις | παρούσες | τα | παρόντα |
| κλητική | παρόντες | παρούσες | παρόντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρών, μετοχή ενεστώτα του ρήματος πάρειμι
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής παρών
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρών
- ομόηχο: παρόν
Μετοχή
παρών, -ούσα, -όν (μετοχή ενεργητικού ενεστώτα)
- που παρευρίσκεται σε κάποιο σημείο ή σε κάποια συνάθροιση
- που συμβαίνει στο παρόν
- για τον οποίο συζητούμε τώρα
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη παρόν
Ουσιαστικό
- παρών αρσενικό (θηλυκό παρούσα)
- που είναι παρών
- ↪ οι παρόντες εξαιρούνται...
- (απάντηση σε προσκλητήριο)
- —Παπαδόπουλος; —Παρών, κύριε ταγματάρχα!
Πηγές
- παρών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παρών - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παρών | ἡ | παροῦσᾰ | τὸ | παρόν |
| γενική | τοῦ | παρόντος | τῆς | παρούσης | τοῦ | παρόντος |
| δοτική | τῷ | παρόντῐ | τῇ | παρούσῃ | τῷ | παρόντῐ |
| αιτιατική | τὸν | παρόντᾰ | τὴν | παρούσᾰν | τὸ | παρόν |
| κλητική ὦ! | παρών | παροῦσᾰ | παρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | παρόντες | αἱ | παροῦσαι | τὰ | παρόντᾰ |
| γενική | τῶν | παρόντων | τῶν | παρουσῶν | τῶν | παρόντων |
| δοτική | τοῖς | παροῦσῐ(ν) | ταῖς | παρούσαις | τοῖς | παροῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | παρόντᾰς | τὰς | παρούσᾱς | τὰ | παρόντᾰ |
| κλητική ὦ! | παρόντες | παροῦσαι | παρόντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρόντε | τὼ | παρούσᾱ | τὼ | παρόντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | παρόντοιν | τοῖν | παρούσαιν | τοῖν | παρόντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πάρειμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάρειμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.